ἀκαμαντόπους
ἀεὶ δ' ἀρέσκειν τοῖς κρατοῦσιν → always try to please your masters, always be obsequious to the masters
English (LSJ)
ὁ, ἡ, ἀκαμαντόπουν, τό, gen. ποδος, untiring of foot, ἵππος Id.O.3.3; βροντή, ἀπήνη, ib.4.1, 5.3.
Spanish (DGE)
(ἀκᾰμαντόπους) -πουν
• Morfología: [gen. -ποδος]
de pie infatigable ἵππος Pi.O.3.3
•fig. incansable βροντά Pi.O.4.1, ἀπήνη Pi.O.5.3.
French (Bailly abrégé)
ους, ουν ; gén.-ποδος
aux pieds infatigables.
Étymologie: ἀκάμας, πούς.
German (Pape)
unermüdlichen Fußes, Pind. ἵπποι Ol. 3.3; ἀπήνη 5.3; βροντή 4.1.
Russian (Dvoretsky)
ἀκᾰμαντόπους: ποδος adj. с неутомимыми ногами, т. е. быстрый, стремительный (ἵπποι, ἀπήνη, βροντή Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀκᾰμαντόπους: ὁ, ἡ, πουν, τό, γεν. -ποδος, ὁ ἀκάματος εἰς τοὺς πόδας, ἵππος, Πινδ. Ο. 3, 5· ὡσαύτ. ἀκ. βροντή, ἀπήνη, αὐτόθι 4, 2., 5, 6.
English (Slater)
ᾰκᾰμαντόπους with untiring feet ἀκαμαντοπόδων ἵππων (O. 3.3) met. ἐλατὴρ ὑπέρτατε βροντᾶς ἀκαμαντόποδος Ζεῦ (O. 4.1) ἀκαμαντόποδός τ' ἀπήνας δέκευ Ψαύμιός τε δῶρα (O. 5.3)
Greek Monolingual
ἀκαμαντόπους (-οδος), -ουν (Α)
αυτός που έχει ακάματα, ακούραστα πόδια, γοργοπόδαρος, γρήγορος, ταχύς
«ἀκαμαντόποδες ἵπποι» (Πινδ. Ολυμπ. 3, 3), «ἀκαμαντόπους ἀπήνη» (Πινδ. Ολυμπ. 5, 6).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκάμας -αντος + πούς.
Greek Monotonic
ἀκᾰμαντόπους: ὁ, ἡ, -πουν, το, ακάματος στα πόδια, μη εξαντλημένος, σε Πίνδ.