ηλεκτρομαγνήτης: Difference between revisions

From LSJ

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source
(16)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο<br />[[διάταξη]] που προορίζεται για την [[παραγωγή]] μαγνητικού πεδίου με τη [[βοήθεια]] του ηλεκτρικού ρεύματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., <b>[[πρβλ]].</b> <i>electromagnet</i> <span style="color: red;"><</span> <i>electro</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ηλεκτρο</i>-) <span style="color: red;">+</span> <i>magnet</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[μαγνήτης]]). Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στον Δημήτριο Στρούμπο].
|mltxt=ο<br />[[διάταξη]] που προορίζεται για την [[παραγωγή]] μαγνητικού πεδίου με τη [[βοήθεια]] του ηλεκτρικού ρεύματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., [[πρβλ]]. <i>electromagnet</i> <span style="color: red;"><</span> <i>electro</i>- ([[πρβλ]]. <i>ηλεκτρο</i>-) <span style="color: red;">+</span> <i>magnet</i> ([[πρβλ]]. [[μαγνήτης]]). Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στον Δημήτριο Στρούμπο].
}}
}}

Latest revision as of 09:25, 23 August 2021

Greek Monolingual

ο
διάταξη που προορίζεται για την παραγωγή μαγνητικού πεδίου με τη βοήθεια του ηλεκτρικού ρεύματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. electromagnet < electro- (πρβλ. ηλεκτρο-) + magnet (πρβλ. μαγνήτης). Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στον Δημήτριο Στρούμπο].