θυρόφυλλο: Difference between revisions
From LSJ
(17) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το<br />καθένα από τα κινητά μέρη της θύρας, το [[πορτόφυλλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, | |mltxt=το<br />καθένα από τα κινητά μέρη της θύρας, το [[πορτόφυλλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, [[πρβλ]]. γαλλ. <i>les battants</i>. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο <i>Λεξικόν Γαλλοελληνικόν</i> και <i>Ελληνογαλλικόν</i> του Σκαρλάτου Δ. Βυζάντιου]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:50, 23 August 2021
Greek Monolingual
το
καθένα από τα κινητά μέρη της θύρας, το πορτόφυλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. les battants. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Λεξικόν Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν του Σκαρλάτου Δ. Βυζάντιου].