τορονευτός: Difference between revisions

(12)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=toroneftos
|Transliteration C=toroneftos
|Beta Code=toroneuto/s
|Beta Code=toroneuto/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[τορνευτός]], <span class="title">Edict.Diocl.</span>15.43.</span>
|Definition=τορονευτή, τορονευτόν, = [[τορνευτός]], ''Edict.Diocl.''15.43.
}}
{{ls
|lstext='''τορονευτός''': -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, Ἐπιγρ. Στρατονικείας, (edict. Dioclet. L. et W. 535, Cap. XV. Οὕτως [[ἐκεῖ]] [[πλεονάκις]], [[ἅπαξ]] δὲ ἢ δὶς μόνον τὸ [[τορνευτός]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α<br />[[τορνευτός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. [[αντί]] [[τορνευτός]] (για τη [[μορφή]] <b>βλ. λ.</b> [[τορόνος]])].
}}
}}

Latest revision as of 12:00, 25 August 2023

English (LSJ)

τορονευτή, τορονευτόν, = τορνευτός, Edict.Diocl.15.43.

Greek (Liddell-Scott)

τορονευτός: -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, Ἐπιγρ. Στρατονικείας, (edict. Dioclet. L. et W. 535, Cap. XV. Οὕτως ἐκεῖ πλεονάκις, ἅπαξ δὲ ἢ δὶς μόνον τὸ τορνευτός.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
τορνευτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. αντί τορνευτός (για τη μορφή βλ. λ. τορόνος)].