ισήγορος: Difference between revisions

From LSJ

φοβοῦ τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → fear old age, for it never comes alone

Source
(18)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἰσήγορος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει ίση [[ελευθερία]] λόγου, που έχει ίσα δικαιώματα λόγου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ήγορος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀγορά]]) —το <i>η</i>- λόγω της συνθέσεως—, <b>[[πρβλ]].</b> <i>κατ</i>-<i>ήγορος</i>, <i>συν</i>-<i>ήγορος</i>].
|mltxt=[[ἰσήγορος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει ίση [[ελευθερία]] λόγου, που έχει ίσα δικαιώματα λόγου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ήγορος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀγορά]]) —το <i>η</i>- λόγω της συνθέσεως—, [[πρβλ]]. [[κατήγορος]], [[συνήγορος]]].
}}
}}

Latest revision as of 18:05, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἰσήγορος, -ον (Α)
αυτός που έχει ίση ελευθερία λόγου, που έχει ίσα δικαιώματα λόγου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -ήγορος (< ἀγορά) —το η- λόγω της συνθέσεως—, πρβλ. κατήγορος, συνήγορος].