κακοποιία: Difference between revisions

From LSJ

πολλοὶ γάρ εἰσιν κλητοὶ ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί → many are called, but few are chosen

Source
(18)
 
(1ab)
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κακοποιΐα]], ἡ (Α) [[κακοποιός]]<br /><b>1.</b> κακή [[πράξη]], [[κακοποίηση]], το να κάνει [[κανείς]] το [[κακό]]<br /><b>2.</b> <b>πληθ.</b> <i>αἱ κακοποιίαι</i><br />βλάβες, αδικίες, ύβρεις («τοσαύτας τὸ [[πλῆθος]] κακοποιΐας», Ισοκρ.).
|mltxt=[[κακοποιΐα]], ἡ (Α) [[κακοποιός]]<br /><b>1.</b> κακή [[πράξη]], [[κακοποίηση]], το να κάνει [[κανείς]] το [[κακό]]<br /><b>2.</b> <b>πληθ.</b> <i>αἱ κακοποιίαι</i><br />βλάβες, αδικίες, ύβρεις («τοσαύτας τὸ [[πλῆθος]] κακοποιΐας», Ισοκρ.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κᾰκοποιΐα, ἡ,<br />[[evil]]-doing, [[injury]], Isocr. [from κᾰκοποιός]
}}
}}

Latest revision as of 00:00, 10 January 2019

Greek Monolingual

κακοποιΐα, ἡ (Α) κακοποιός
1. κακή πράξη, κακοποίηση, το να κάνει κανείς το κακό
2. πληθ. αἱ κακοποιίαι
βλάβες, αδικίες, ύβρεις («τοσαύτας τὸ πλῆθος κακοποιΐας», Ισοκρ.).

Middle Liddell

κᾰκοποιΐα, ἡ,
evil-doing, injury, Isocr. [from κᾰκοποιός]