ημιποδιαίος: Difference between revisions

From LSJ

ἴσα πάντα, ἴσων ἀμφοτέρων, ἰσάκις ἴσος → all are equal, both are equal, equal multiplied by equal

Source
(16)
 
m (Text replacement - "αῑος" to "αῖος")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡμιποδιαῑος, -αία, -ον (Α)<br />αυτός που έχει [[μήκος]], [[πλάτος]] ή ύψος μισό [[πόδι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ποδιαίος]]].
|mltxt=ἡμιποδιαῖος, -αία, -ον (Α)<br />αυτός που έχει [[μήκος]], [[πλάτος]] ή ύψος μισό [[πόδι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ποδιαίος]]].
}}
}}

Latest revision as of 12:50, 28 March 2021

Greek Monolingual

ἡμιποδιαῖος, -αία, -ον (Α)
αυτός που έχει μήκος, πλάτος ή ύψος μισό πόδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + ποδιαίος].