κάπελας: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends

Source
(19)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο<br /> ο [[ταβερνιάρης]].<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. του αρχ. [[κάπηλος]] [[κατά]] τα [[πολλά]] αρσ. ουσ. σε -<i>ας</i> ([[χειμών]]-<i>ας</i>, <i>πατέρ</i>-<i>ας</i>, <i>ταμί</i>-<i>ας</i>). Η [[τροπή]] του i σε e λόγω αφομοιωτικής επίδρασης του ακολουθούντος υγρού (<b>[[πρβλ]].</b> [[θηλιά]] &GT; <i>Θελιά</i>, [[μηλίγγι]] &GT; [[μελίγγι]] <b>κ.τ.ό.</b>)].
|mltxt=ο<br /> ο [[ταβερνιάρης]].<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. του αρχ. [[κάπηλος]] [[κατά]] τα [[πολλά]] αρσ. ουσ. σε -<i>ας</i> ([[χειμών]]-<i>ας</i>, <i>πατέρ</i>-<i>ας</i>, <i>ταμί</i>-<i>ας</i>). Η [[τροπή]] του i σε e λόγω αφομοιωτικής επίδρασης του ακολουθούντος υγρού ([[πρβλ]]. [[θηλιά]] > <i>Θελιά</i>, [[μηλίγγι]] > [[μελίγγι]] <b>κ.τ.ό.</b>)].
}}
}}

Latest revision as of 10:10, 23 August 2021

Greek Monolingual

ο
ο ταβερνιάρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του αρχ. κάπηλος κατά τα πολλά αρσ. ουσ. σε -ας (χειμών-ας, πατέρ-ας, ταμί-ας). Η τροπή του i σε e λόγω αφομοιωτικής επίδρασης του ακολουθούντος υγρού (πρβλ. θηλιά > Θελιά, μηλίγγι > μελίγγι κ.τ.ό.)].