καταμωκώμαι: Difference between revisions
From LSJ
(19) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=καταμωκῶμαι, -άομαι (Α)<br />[[χλευάζω]] κάποιον υπερβολικά («ἐγγελῶν δὲ ὁ Ἀχαιμένης καὶ | |mltxt=καταμωκῶμαι, -άομαι (Α)<br />[[χλευάζω]] κάποιον υπερβολικά («ἐγγελῶν δὲ ὁ Ἀχαιμένης καὶ τοῦ Θεαγένους καταμωκώμενος», Ηλιόδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>μυκῶμαι</i> «[[χλευάζω]]»]. | ||
}} | }} |