δερματόπτερος: Difference between revisions
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
(9) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=dermatopteros | |Transliteration C=dermatopteros | ||
|Beta Code=dermato/pteros | |Beta Code=dermato/pteros | ||
|Definition= | |Definition=δερματόπτερον, [[with wings of skin]], of the bat, Ar.Byz.''Epit.''120.7. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br />[[de alas de piel]], [[membranosas]]del murciélago, Ar.Byz.<i>Epit</i>.120.7, Elias <i>in Cat</i>.211.3. | |dgtxt=-ον<br />[[de alas de piel]], [[membranosas]] del murciélago, Ar.Byz.<i>Epit</i>.120.7, Elias <i>in Cat</i>.211.3. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο<br /><b>1.</b> (για διάφορα είδη νυχτερίδων) αυτός που έχει φτερά από [[δέρμα]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα Δερματόπτερα</i><br />Θηλαστικά νυκτόβια του γένους τών Γαλεοπιθήκων. | |mltxt=-η, -ο<br /><b>1.</b> (για διάφορα είδη νυχτερίδων) αυτός που έχει φτερά από [[δέρμα]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα Δερματόπτερα</i><br />Θηλαστικά νυκτόβια του γένους τών Γαλεοπιθήκων. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:44, 25 August 2023
English (LSJ)
δερματόπτερον, with wings of skin, of the bat, Ar.Byz.Epit.120.7.
Spanish (DGE)
-ον
de alas de piel, membranosas del murciélago, Ar.Byz.Epit.120.7, Elias in Cat.211.3.
Greek Monolingual
-η, -ο
1. (για διάφορα είδη νυχτερίδων) αυτός που έχει φτερά από δέρμα
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα Δερματόπτερα
Θηλαστικά νυκτόβια του γένους τών Γαλεοπιθήκων.