κελάρυσμα: Difference between revisions

(20)
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kelarysma
|Transliteration C=kelarysma
|Beta Code=kela/rusma
|Beta Code=kela/rusma
|Definition=ατος, τό, = foreg., <span class="bibl">Opp.<span class="title">C.</span>4.325</span>.
|Definition=-ατος, τό, = [[κελάρυξις]] ([[rushing sound]]), Opp. ''C.'' 4.325.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 09:32, 25 August 2023

English (LSJ)

-ατος, τό, = κελάρυξις (rushing sound), Opp. C. 4.325.

German (Pape)

[Seite 1414] τό, dasselbe, vom Wasser, Opp. Cyn. 4, 325.

Greek Monolingual

το (Α κελάρυσμα) κελαρύζω
1. ο ήχος τον οποίο κάνει το νερό που αναβλύζει ή τρέχει, μουρμουρητό, γαργάρισμα
2. κάθε ήχος παρόμοιος με τον ήχο του νερού που αναβλύζει ή τρέχει.