μουρμουρητό
From LSJ
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
Greek Monolingual
το
μουρμούρισμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μουρμουρίζω + κατάλ. -ητό (πρβλ. ροχαλίζω: ροχαλ-ητό)].