γλωσσοτέχνης: Difference between revisions
From LSJ
(8) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=glossotechnis | |Transliteration C=glossotechnis | ||
|Beta Code=glwssote/xnhs | |Beta Code=glwssote/xnhs | ||
|Definition= | |Definition=γλωσσοτέχνου, ὁ, [[tongue-artificer]], opp. [[χειροτέχνης]], D.Chr.7.124 (pl.). | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ου, ὁ [[hábil en servirse de la lengua]] γλωσσοτέχνας δὲ καὶ δικοτέχνας οὐδεμία [[ἀνάγκη]] (γενέσθαι) D.Chr.7.124. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''γλωσσοτέχνης''': -ου, ὁ, ὁ γλῶσσαν ἔχων τεχνικήν, ὁ [[τεχνίτης]] περὶ τὴν χρῆσιν τῆς γλώσσης, Βυζ., Δ. Χρυσ. 1, 265. | |lstext='''γλωσσοτέχνης''': -ου, ὁ, ὁ γλῶσσαν ἔχων τεχνικήν, ὁ [[τεχνίτης]] περὶ τὴν χρῆσιν τῆς γλώσσης, Βυζ., Δ. Χρυσ. 1, 265. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[γλωσσοτέχνης]], ο (Μ)<br />αυτός που μιλάει ή γράφει με επιμελημένο ύφος. | |mltxt=[[γλωσσοτέχνης]], ο (Μ)<br />αυτός που μιλάει ή γράφει με επιμελημένο ύφος. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:40, 25 August 2023
English (LSJ)
γλωσσοτέχνου, ὁ, tongue-artificer, opp. χειροτέχνης, D.Chr.7.124 (pl.).
Spanish (DGE)
-ου, ὁ hábil en servirse de la lengua γλωσσοτέχνας δὲ καὶ δικοτέχνας οὐδεμία ἀνάγκη (γενέσθαι) D.Chr.7.124.
Greek (Liddell-Scott)
γλωσσοτέχνης: -ου, ὁ, ὁ γλῶσσαν ἔχων τεχνικήν, ὁ τεχνίτης περὶ τὴν χρῆσιν τῆς γλώσσης, Βυζ., Δ. Χρυσ. 1, 265.
Greek Monolingual
γλωσσοτέχνης, ο (Μ)
αυτός που μιλάει ή γράφει με επιμελημένο ύφος.