τρίπλευρος: Difference between revisions
(12) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(16 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=triplevros | |Transliteration C=triplevros | ||
|Beta Code=tri/pleuros | |Beta Code=tri/pleuros | ||
|Definition= | |Definition=τρίπλευρον,<br><span class="bld">A</span> [[three-sided]], Str.5.1.2; Astrol., [[trine]], of aspect, Max.52,447, ''Cat.Cod.Astr.''1.146; [[facing three ways]], of a column on the march, Arr.''Tact.''28.4,5, Ael.''Tact.'' 36.4,5.<br><span class="bld">II</span> [[τρίπλευρα]], τά, perhaps part of a victim, ''SIG''982.22 (Pergam., ii B. C.). | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1146.png Seite 1146]] von, mit drei Seiten, dreiseitig, Sp. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />[[à trois côtés]].<br />'''Étymologie:''' [[τρεῖς]], [[πλευρά]]. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''τρίπλευρος''': -ον, ὁ ἔχων [[τρεῖς]] πλευράς, [[σχῆμα]] τρ. Στράβ. 210, Μάξιμ. π. καταρχ. 52, Ἀρρ. Τακτ. σ. 66. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο / [[τρίπλευρος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που έχει [[τρεις]] πλευρές («τρίπλευρα σχήματα»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[τρίπλευρο]]<br /><b>μαθημ.</b> γεωμετρικό επίπεδο [[σχήμα]] με [[τρεις]] πλευρές, [[τρίγωνο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. εν. ως ουσ.</b> <i>τὸ τρίπλευρον</i><br />το σφαιρικό [[τρίγωνο]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ τρίπλευρα</i><br />[[τμήμα]] του σφαγίου θυσίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πλευρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πλευρά]]), [[πρβλ]]. [[πεντάπλευρος]]]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τρίπλευρος:''' -ον ([[πλευρά]]), αυτός που έχει [[τρεις]] πλευρές. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=τρί-πλευρος, ον, [[πλευρά]]<br />[[three]]-[[sided]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:36, 25 August 2023
English (LSJ)
τρίπλευρον,
A three-sided, Str.5.1.2; Astrol., trine, of aspect, Max.52,447, Cat.Cod.Astr.1.146; facing three ways, of a column on the march, Arr.Tact.28.4,5, Ael.Tact. 36.4,5.
II τρίπλευρα, τά, perhaps part of a victim, SIG982.22 (Pergam., ii B. C.).
German (Pape)
[Seite 1146] von, mit drei Seiten, dreiseitig, Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à trois côtés.
Étymologie: τρεῖς, πλευρά.
Greek (Liddell-Scott)
τρίπλευρος: -ον, ὁ ἔχων τρεῖς πλευράς, σχῆμα τρ. Στράβ. 210, Μάξιμ. π. καταρχ. 52, Ἀρρ. Τακτ. σ. 66.
Greek Monolingual
-η, -ο / τρίπλευρος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει τρεις πλευρές («τρίπλευρα σχήματα»)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το τρίπλευρο
μαθημ. γεωμετρικό επίπεδο σχήμα με τρεις πλευρές, τρίγωνο
αρχ.
1. το ουδ. εν. ως ουσ. τὸ τρίπλευρον
το σφαιρικό τρίγωνο
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ τρίπλευρα
τμήμα του σφαγίου θυσίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -πλευρος (< πλευρά), πρβλ. πεντάπλευρος].