τρισάποτμος: Difference between revisions

(12)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=trisapotmos
|Transliteration C=trisapotmos
|Beta Code=trisa/potmos
|Beta Code=trisa/potmos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[τρισάθλιος]], <span class="title">AP</span>5.229 (Paul.Sil.).</span>
|Definition=τρισάποτμον, = [[τρισάθλιος]], ''AP''5.229 (Paul.Sil.).
}}
{{pape
|ptext== [[τρισάθλιος]], Sp.
}}
{{elru
|elrutext='''τρῐσάποτμος:''' Anth. = [[τρισάθλιος]].
}}
{{ls
|lstext='''τρισάποτμος''': -ον, = [[τρισάθλιος]], καὶ νῦν ὁ [[τρισάποτμος]] ἀπὸ τριχὸς ἤρτημαι Ἀνθ. Π. 5. 230.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />πολύ δυστυχισμένος, δυστυχέστατος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> επιτατ. <i>τρισ</i>- / <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἄποτμος]] «[[ατυχής]], [[άθλιος]]»].
}}
}}

Latest revision as of 12:08, 25 August 2023

English (LSJ)

τρισάποτμον, = τρισάθλιος, AP5.229 (Paul.Sil.).

German (Pape)

τρισάθλιος, Sp.

Russian (Dvoretsky)

τρῐσάποτμος: Anth. = τρισάθλιος.

Greek (Liddell-Scott)

τρισάποτμος: -ον, = τρισάθλιος, καὶ νῦν ὁ τρισάποτμος ἀπὸ τριχὸς ἤρτημαι Ἀνθ. Π. 5. 230.

Greek Monolingual

-ον, Α
πολύ δυστυχισμένος, δυστυχέστατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ- / τρι- + ἄποτμος «ατυχής, άθλιος»].