κοιλόφωνος: Difference between revisions

(21)
m (Text replacement - "Hsch.]]s.v." to "Hsch.]] s.v.")
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=koilofonos
|Transliteration C=koilofonos
|Beta Code=koilo/fwnos
|Beta Code=koilo/fwnos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">hollowvoiced</b>, Hsch.s.v. [[ληκυθιστής]]. Adv. -νως, λαρυγγίζειν Phld.<span class="title">Rh.</span>1.200 S.</span>
|Definition=κοιλόφωνον, [[hollow-voiced]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] [[s.v.]] [[ληκυθιστής]]. Adv. [[κοιλοφώνως]], [[λαρυγγίζειν]] Phld.''Rh.''1.200 S.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κοιλόφωνος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει [[βαθιά]], υπόκωφη [[φωνή]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κοιλοφώνως</i> (Α)<br />με [[βαθιά]], υπόκωφη [[φωνή]] («κοιλοφώνως λαρυγγίζειν», Φιλόδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοῖλος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φωνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φωνή]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>βαθύ</i>-<i>φωνος</i>, <i>μεσό</i>-<i>φωνος</i>].
|mltxt=[[κοιλόφωνος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει [[βαθιά]], υπόκωφη [[φωνή]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κοιλοφώνως</i> (Α)<br />με [[βαθιά]], υπόκωφη [[φωνή]] («κοιλοφώνως λαρυγγίζειν», Φιλόδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοῖλος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φωνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φωνή]]), [[πρβλ]]. [[βαθύφωνος]], [[μεσόφωνος]]].
}}
}}

Latest revision as of 10:10, 23 March 2024

English (LSJ)

κοιλόφωνον, hollow-voiced, Hsch. s.v. ληκυθιστής. Adv. κοιλοφώνως, λαρυγγίζειν Phld.Rh.1.200 S.

German (Pape)

[Seite 1467] mit hohler Stimme, Hesych. v. ληκυθιστής.

Greek (Liddell-Scott)

κοιλόφωνος: -ον, ἔχων κοίλην, ὑπόκωφον, βαθεῖαν φωνήν, Ἡσύχ. ἐν λέξ. ληκυθιστής.

Greek Monolingual

κοιλόφωνος, -ον (Α)
αυτός που έχει βαθιά, υπόκωφη φωνή.
επίρρ...
κοιλοφώνως (Α)
με βαθιά, υπόκωφη φωνή («κοιλοφώνως λαρυγγίζειν», Φιλόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος + -φωνος (< φωνή), πρβλ. βαθύφωνος, μεσόφωνος].