βαθύφωνος

From LSJ

ὃ σὺ μισεῖς ἑτέρῳ μὴ ποιήσεις → don't do to others what you don't want them to do to you

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰθύφωνος Medium diacritics: βαθύφωνος Low diacritics: βαθύφωνος Capitals: ΒΑΘΥΦΩΝΟΣ
Transliteration A: bathýphōnos Transliteration B: bathyphōnos Transliteration C: vathyfonos Beta Code: baqu/fwnos

English (LSJ)

βαθύφωνον, of deep, i.e. hollow, voice, LXX Is.33.19.

Spanish (DGE)

-ον
de voz profunda neutr. como adv. -ον con voz profunda ᾔδει βαθύφωνον LXX Is.33.19.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰθύφωνος: -ον, ὁ ἔχων βαθεῖαν, βαθεῖαν, δυσκατάληπτον φωνήν, Ἑβδ., ἀμφιβ. ἀντὶ βαρύ-.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α βαθύφωνος, -ον)
όποιος έχει βαθιά, χαμηλή φωνή
νεοελλ.
ο μπάσος, αυτός που έχει τη βαθύτερη περιοχή των αντρικών φωνών.