κρεοπωλείο: Difference between revisions

From LSJ

ξένους ξένιζε, καὶ σὺ γὰρ ξένος γ' ἔσῃ → be hospitable to guests; you too will be a guest

Source
(21)
 
m (Text replacement - "εῑον" to "εῖον")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (AM κρεοπωλεῑον, Α και [[κρεοπώλιον]]) [[κρεοπώλης]]<br />[[μέρος]] όπου πωλείται [[κρέας]], χασάπικο.
|mltxt=το (AM κρεοπωλεῖον, Α και [[κρεοπώλιον]]) [[κρεοπώλης]]<br />[[μέρος]] όπου πωλείται [[κρέας]], χασάπικο.
}}
}}

Latest revision as of 10:22, 24 August 2022

Greek Monolingual

το (AM κρεοπωλεῖον, Α και κρεοπώλιον) κρεοπώλης
μέρος όπου πωλείται κρέας, χασάπικο.