κρεοπώλης
οὐ βούλομαι δυσχερὲς εἰπεῖν οὐδὲν ἀρχόμενος τοῦ λόγου, οὗτος δ' ἐκ περιουσίας μου κατηγορεῖ → for me—but I wish to say nothing untoward at the beginning of my speech—whereas he prosecutes me from a position of advantage | but for me—I do not wish to say anything harsh at the beginning of the speech, but he prosecutes me from a position of strength
English (LSJ)
κρεοπώλου, ὁ, seller of meat, butcher, Machoap.Ath.13.580c, cf. AP11.212 (Lucill.), Thphr. Char.9.4 (κρεω-).
German (Pape)
ὁ, = κρεωπώλης, Lucill. en. (XI.212).
Russian (Dvoretsky)
κρεοπώλης: ου ὁ продавец мяса, мясник Anth.
Greek (Liddell-Scott)
κρεοπώλης: ὁ ὡς καὶ νῦν, ὁ πωλῶν κρέας, Μάχων παρ’ Ἀθην. 580C· πρβλ. Ἀνθ. Π. 11. 212, Θεοφρ. Χαρακτ. 9· ― ὅθεν κρεοπωλέω, πωλῶ κρέας, εἶμαι κρεοπώλης, Πολυδ. Ϛ΄, 33., Ζ΄, 25· ― κρεοπωλικός, ή, όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς κρεοπώλην, τράπεζα Πλούτ. 2. 643Α· θηλ. κρεόπωλις ἀγορά, ἔνθα τὰ κρεοπωλεῖα, Ἡσύχ.· ― κρεοπώλιον (διάφ. γραφ. κρεοπωλεῖον), τὸ, ἐργαστήριον κρεοπώλου, Διόδ. 12. 24. Πλούτ. 2. 277Ε, Ἀρτεμίδ. 5. 5, Πολυδ. Ζ΄, 25· ― Ἅπαντες οὗτοι οἱ τύποι συχνάκις ἡμαρτημένως φέρονται διὰ τοῦ κρεω-, ἴδε ἐν λέξ. κρεω-.
Greek Monolingual
ο, θηλ. κρεοπώλις (AM κρεοπώλης, θηλ. κρεόπωλις)
αυτός που πουλά κρέας, χασάπης
αρχ.
(το θηλ. και ως επίθ.) κρεοπωλική («κρεόπωλις ἀγορά»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρε(ο)- + -πώλης (< πωλῶ), πρβλ. κεραμοπώλης, οινοπώλης.