θολερότητα: Difference between revisions

From LSJ

ἐπὶ τὰ χείρω καὶ ἐπὶ τὰ βελτίω → for worse or for better, for better or for worse

Source
(17)
 
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[θολερότης]]) [[θολερός]]<br />η [[ιδιότητα]] του θολερού, [[θολότητα]], [[σκοτεινάδα]], σχετική [[σκιερότητα]], [[ημιδιαφάνεια]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «[[θολερότητα]] του κερατοειδούς» — [[απώλεια]] της διαφάνειας μιας περιοχής του κερατοειδούς χιτώνα του οφθαλμού<br />β) «[[θολερότητα]] του πνεύμονα» — η [[σκιερότητα]] του πνεύμονα η οποία διακρίνεται στην [[ακτινογραφία]] όταν υπάρχει [[φυματίωση]].———————— η [[θαλερός]]<br />[[ζωηρότητα]], [[ευεξία]], [[ανθηρότητα]].
|mltxt=η (Α [[θολερότης]]) [[θολερός]]<br />η [[ιδιότητα]] του θολερού, [[θολότητα]], [[σκοτεινάδα]], σχετική [[σκιερότητα]], [[ημιδιαφάνεια]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «[[θολερότητα]] του κερατοειδούς» — [[απώλεια]] της διαφάνειας μιας περιοχής του κερατοειδούς χιτώνα του οφθαλμού<br />β) «[[θολερότητα]] του πνεύμονα» — η [[σκιερότητα]] του πνεύμονα η οποία διακρίνεται στην [[ακτινογραφία]] όταν υπάρχει [[φυματίωση]].<br />η [[θαλερός]]<br />[[ζωηρότητα]], [[ευεξία]], [[ανθηρότητα]].
}}
}}

Latest revision as of 12:17, 8 January 2019

Greek Monolingual

η (Α θολερότης) θολερός
η ιδιότητα του θολερού, θολότητα, σκοτεινάδα, σχετική σκιερότητα, ημιδιαφάνεια
νεοελλ.
φρ. α) «θολερότητα του κερατοειδούς» — απώλεια της διαφάνειας μιας περιοχής του κερατοειδούς χιτώνα του οφθαλμού
β) «θολερότητα του πνεύμονα» — η σκιερότητα του πνεύμονα η οποία διακρίνεται στην ακτινογραφία όταν υπάρχει φυματίωση.
η θαλερός
ζωηρότητα, ευεξία, ανθηρότητα.