ζωηρότητα
From LSJ
ἄνω ποταμῶν ἱερῶν χωροῦσι παγαί → the springs of sacred rivers flow upward, backward to their sources flow the streams of holy rivers
Greek Monolingual
και ζωηράδα, η ζωηρός
η ιδιότητα του ζωηρού, ζωτικότητα, δυναμικότητα, δραστηριότητα, σφρίγος, ένταση
2. μτφ. αποχαλίνωση, εκτροπή, παρεκτροπή, ερωτοπάθεια.