λαγονοψοΐτης: Difference between revisions

From LSJ

ὀλίγοι τινὲς ὧν ἐντετύχηκα → a very few whom I've met

Source
(22)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο<br /><b>φρ.</b> <b>ανατ.</b> «[[λαγονοψοΐτης]] μυς» — μυς που σχηματίζεται από την [[ένωση]] του ψοΐτη με τον λαγόνιο μυ και αποτελεί βασικό μυ της βάδισης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λαγών]], -<i>όνος</i> <span style="color: red;">+</span> [[ψοΐτης]]. Η λ. [[είναι]] [[απόδοση]] στην ελλ. ξεν. όρου, <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>iliopsoas</i>].
|mltxt=ο<br /><b>φρ.</b> <b>ανατ.</b> «[[λαγονοψοΐτης]] μυς» — μυς που σχηματίζεται από την [[ένωση]] του ψοΐτη με τον λαγόνιο μυ και αποτελεί βασικό μυ της βάδισης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λαγών]], -<i>όνος</i> <span style="color: red;">+</span> [[ψοΐτης]]. Η λ. [[είναι]] [[απόδοση]] στην ελλ. ξεν. όρου, [[πρβλ]]. αγγλ. <i>iliopsoas</i>].
}}
}}

Latest revision as of 14:20, 23 August 2021

Greek Monolingual

ο
φρ. ανατ. «λαγονοψοΐτης μυς» — μυς που σχηματίζεται από την ένωση του ψοΐτη με τον λαγόνιο μυ και αποτελεί βασικό μυ της βάδισης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαγών, -όνος + ψοΐτης. Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. iliopsoas].