ανθρωποκτόνος: Difference between revisions
From LSJ
Ἀνὴρ δίκαιός ἐστιν οὐχ ὁ μὴ ἀδικῶν, ἀλλ' ὅστις ἀδικεῖν δυνάμενος μὴ βούλεται → Non iustus omnis abstinens iniuriae est, sed qui nocere quum potest, tunc abstinet → Gerecht ist nicht schon der Mann, der kein Unrecht tut, sondern wer Unrecht tuen könnte, doch nicht will
(4) |
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἀνθρωποκτόνος]], -ον (Α)<br />«[[ἀνθρωποκτόνος]] [[βορά]]» <b>(Ευριπ.)</b><br />το να σκοτώνει [[κανείς]] ανθρώπους και να τους τρώει. | |mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἀνθρωποκτόνος]], -ον (Α)<br />«[[ἀνθρωποκτόνος]] [[βορά]]» <b>(Ευριπ.)</b><br />το να σκοτώνει [[κανείς]] ανθρώπους και να τους τρώει.<br /><b>(II)</b><br />-α, -ο (AM [[ἀνθρωποκτόνος]], -ον)<br />αυτός που φονεύει, που σκοτώνει ανθρώπους, [[δολοφόνος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για πράγματα) αυτός που προκαλεί τον θάνατο ανθρώπων. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:35, 8 January 2019
Greek Monolingual
(I)
ἀνθρωποκτόνος, -ον (Α)
«ἀνθρωποκτόνος βορά» (Ευριπ.)
το να σκοτώνει κανείς ανθρώπους και να τους τρώει.
(II)
-α, -ο (AM ἀνθρωποκτόνος, -ον)
αυτός που φονεύει, που σκοτώνει ανθρώπους, δολοφόνος
νεοελλ.
(για πράγματα) αυτός που προκαλεί τον θάνατο ανθρώπων.