λούμεν: Difference between revisions

From LSJ

τυφὼς γὰρ ἐκβαίνειν παρασκευάζεται → a hurricane is getting ready to burst

Source
(23)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το<br /><b>μετρολ.</b> [[μονάδα]] φωτεινής ροής στο διεθνές [[σύστημα]] μονάδων SI, η οποία χρησιμοποιείται σε υπολογισμούς τεχνητού φωτισμού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>lumen</i> (<span style="color: red;"><</span> λατ. <i>lumen</i> «φως»)].
|mltxt=το<br /><b>μετρολ.</b> [[μονάδα]] φωτεινής ροής στο διεθνές [[σύστημα]] μονάδων SI, η οποία χρησιμοποιείται σε υπολογισμούς τεχνητού φωτισμού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, [[πρβλ]]. αγγλ. <i>lumen</i> (<span style="color: red;"><</span> λατ. <i>lumen</i> «φως»)].
}}
}}

Latest revision as of 14:35, 23 August 2021

Greek Monolingual

το
μετρολ. μονάδα φωτεινής ροής στο διεθνές σύστημα μονάδων SI, η οποία χρησιμοποιείται σε υπολογισμούς τεχνητού φωτισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. lumen (< λατ. lumen «φως»)].