ματς: Difference between revisions

From LSJ

σὺν μυρίοισι τὰ καλὰ γίγνεται πόνοις → good things come with many pains | no pain, no gain

Source
(24)
 
m (Text replacement - "————————" to "<br />")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />το<br />(άκλιτο)<br /><b>1.</b> [[αγώνας]] [[μεταξύ]] δύο αθλητών ή [[μεταξύ]] δύο ομάδων («[[δυστυχώς]], δεν έλειψε και από αυτό το ποδοσφαιρικό [[ματς]] η βία»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[δίνω]] [[ματς]]» — [[καβγαδίζω]], τσακώνομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αγγλ. <i>match</i>].———————— <b>(II)</b><br />τα<br />(άκλιτο)<br /><b>1.</b> ([[συνήθως]] [[μαζί]] με το <i>μουτς</i>) ο [[ήχος]] του φιλιού<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «άρχισαν τα [[ματς]] και τα μουτς» — άρχισαν να φιλιούνται.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πλαστή ηχομιμητική λ.].
|mltxt=<b>(I)</b><br />το<br />(άκλιτο)<br /><b>1.</b> [[αγώνας]] [[μεταξύ]] δύο αθλητών ή [[μεταξύ]] δύο ομάδων («[[δυστυχώς]], δεν έλειψε και από αυτό το ποδοσφαιρικό [[ματς]] η βία»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[δίνω]] [[ματς]]» — [[καβγαδίζω]], τσακώνομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αγγλ. <i>match</i>].<br /> <b>(II)</b><br />τα<br />(άκλιτο)<br /><b>1.</b> ([[συνήθως]] [[μαζί]] με το <i>μουτς</i>) ο [[ήχος]] του φιλιού<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «άρχισαν τα [[ματς]] και τα μουτς» — άρχισαν να φιλιούνται.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πλαστή ηχομιμητική λ.].
}}
}}

Latest revision as of 11:35, 9 January 2019

Greek Monolingual

(I)
το
(άκλιτο)
1. αγώνας μεταξύ δύο αθλητών ή μεταξύ δύο ομάδων («δυστυχώς, δεν έλειψε και από αυτό το ποδοσφαιρικό ματς η βία»)
2. φρ. «δίνω ματς» — καβγαδίζω, τσακώνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. match].
(II)
τα
(άκλιτο)
1. (συνήθως μαζί με το μουτς) ο ήχος του φιλιού
2. φρ. «άρχισαν τα ματς και τα μουτς» — άρχισαν να φιλιούνται.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πλαστή ηχομιμητική λ.].