μαλβώδη: Difference between revisions

From LSJ

αὐτὴ προσέσχε μαστὸν ἐν τὠνείρατι → in the dream, she offered her breast

Source
(24)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=τα<br /><b>βοτ.</b> [[τάξη]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]], με 9 οικογένειες και 3.000 [[περίπου]] είδη, που απαντούν σε ολόκληρη τη Γη, [[εκτός]] της Αρκτικής, αλλ. μαλαχώδη ή στυλοφόρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταφορά στην ελλ. ξεν. επιστημ. όρου, <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>malvales</i> <span style="color: red;"><</span> νεολατ. <i>malvales</i>].
|mltxt=τα<br /><b>βοτ.</b> [[τάξη]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]], με 9 οικογένειες και 3.000 [[περίπου]] είδη, που απαντούν σε ολόκληρη τη Γη, [[εκτός]] της Αρκτικής, αλλ. μαλαχώδη ή στυλοφόρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταφορά στην ελλ. ξεν. επιστημ. όρου, [[πρβλ]]. αγγλ. <i>malvales</i> <span style="color: red;"><</span> νεολατ. <i>malvales</i>].
}}
}}

Latest revision as of 14:51, 23 August 2021

Greek Monolingual

τα
βοτ. τάξη αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών, με 9 οικογένειες και 3.000 περίπου είδη, που απαντούν σε ολόκληρη τη Γη, εκτός της Αρκτικής, αλλ. μαλαχώδη ή στυλοφόρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. επιστημ. όρου, πρβλ. αγγλ. malvales < νεολατ. malvales].