μαλβώδη
From LSJ
λογισάμενος ὅτι καὶ ἐκ νεκρῶν ἐγεῖραι δυνατὸς ὁ Θεός → in the belief that God was able to raise him up from the dead
λογισάμενος ὅτι καὶ ἐκ νεκρῶν ἐγεῖραι δυνατὸς ὁ Θεός → in the belief that God was able to raise him up from the dead
τα
βοτ. τάξη αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών, με 9 οικογένειες και 3.000 περίπου είδη, που απαντούν σε ολόκληρη τη Γη, εκτός της Αρκτικής, αλλ. μαλαχώδη ή στυλοφόρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. επιστημ. όρου, πρβλ. αγγλ. malvales < νεολατ. malvales].