μοργή: Difference between revisions

From LSJ

ἐπ' αὐτὸν ἐπενθρῴσκει πυρὶ καὶ στεροπαῖς ὁ Διὸς γενέτας, δειναὶ δ' ἅμ᾽ ἕπονται κῆρες ἀναπλάκητοι → the son of Zeus is springing upon him with fiery lightning, and with him come the dread unerring Fates

Source
(25)
m (Text replacement - "Πολυδ" to "Πολυδ")
 
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μοργή''': ἡ, διάφ. γραφὴ ἀντὶ [[μορτή]], [[Πολυδ]]. Ζ΄, 151.
|lstext='''μοργή''': ἡ, διάφ. γραφὴ ἀντὶ [[μορτή]], Πολυδ. Ζ΄, 151.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μοργή]] (Α)<br />[[μορτή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. εσφ γρφ. του [[μορτή]].
|mltxt=[[μοργή]] (Α)<br />[[μορτή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. εσφ γρφ. του [[μορτή]].
}}
}}

Latest revision as of 18:55, 28 March 2021

German (Pape)

[Seite 207] ἡ, μοργίον, s. L, für μορτή, μορτίον.

Greek (Liddell-Scott)

μοργή: ἡ, διάφ. γραφὴ ἀντὶ μορτή, Πολυδ. Ζ΄, 151.

Greek Monolingual

μοργή (Α)
μορτή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. εσφ γρφ. του μορτή.