ακρόκαρπος: Difference between revisions
From LSJ
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
(2) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκρόκαρπος]], -ον) (για δέντρα) αυτός που καρποφορεί στην [[κορυφή]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκρόκαρπος]], -ον) (για δέντρα) αυτός που καρποφορεί στην [[κορυφή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκρο</i>- (Ι) <span style="color: red;">+</span> [[καρπός]]<br />η λ. πέρασε και στην ξεν. βοτανική [[ορολογία]], πρβλ. αγγλ. <i>acrocarpous</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 23:00, 29 December 2020
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀκρόκαρπος, -ον) (για δέντρα) αυτός που καρποφορεί στην κορυφή.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκρο- (Ι) + καρπός
η λ. πέρασε και στην ξεν. βοτανική ορολογία, πρβλ. αγγλ. acrocarpous].