ορολογία

From LSJ

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501

Greek Monolingual

(I)
η
ιατρ. κλάδος της μικροβιολογίας ο οποίος έχει ως αντικείμενο τη μελέτη τών ορών του αίματος, τών ιδιοτήτων τους και τών εφαρμογών τους και, ειδικότερα, η ανίχνευση αντισωμάτων, μικροβιακών ή άλλων, σε ορούς ή σε οργανικά υγρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. serology < λατ. serum «ορός» (βλ. λ. ορός) + -λογία].
(II)
η 1. η συστηματική ενασχόληση με τους όρους της επιστήμης, της τέχνης και της τεχνικής
2. η συναγωγή τών όρων της επιστήμης, της τέχνης και της τεχνικής
3. το σύνολο τών ειδικών όρων ενός γνωστικού τομέα, μιας επιστήμης ή ενός καλλιτεχνικού τεχνολογικού κλάδου (α. «επιστημονική ορολογία»
«ιατρική ορολογία»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. του γαλλ. terminologie (< όρος [Ι] + -λογία). Η λ. μαρτυρείται από το 1846 στον Γρ. Παπαδόπουλο].