Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ακρόκαρπος

From LSJ

Φιλόπονος ἴσθι καὶ βίον κτήσῃ καλόν → Si non laboris te piget, vives bene → Sei arbeitsam, dann hast du reichlich Lebensgut

Menander, Monostichoi, 527

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκρόκαρπος, -ον) (για δέντρα) αυτός που καρποφορεί στην κορυφή.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκρο- (Ι) + καρπός
η λ. πέρασε και στην ξεν. βοτανική ορολογία, πρβλ. αγγλ. acrocarpous].