ακρονιφής: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς ἡδὺ δούλῳ δεσπότου χρηστοῦ τυχεῖν → Quam dulce servo lenem herum nanciscier → Wie froh macht einen Sklaven doch ein guter Herr

Menander, Monostichoi, 556
(2)
 
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀκρονιφής]] (-οῡς), ές (Α)<br />αυτός που έχει χιόνια στην [[κορφή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκρο</i>- (Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>νιφὴς</i> <span style="color: red;"><</span> αιτ. <i>νίψα</i> «[[χιόνι]]»].
|mltxt=[[ἀκρονιφής]] (-οῦς), ές (Α)<br />αυτός που έχει χιόνια στην [[κορφή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκρο</i>- (Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>νιφὴς</i> <span style="color: red;"><</span> αιτ. <i>νίψα</i> «[[χιόνι]]»].
}}
}}

Latest revision as of 19:50, 13 June 2022

Greek Monolingual

ἀκρονιφής (-οῦς), ές (Α)
αυτός που έχει χιόνια στην κορφή.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκρο- (Ι) + -νιφὴς < αιτ. νίψα «χιόνι»].