αλίρρυτος: Difference between revisions

From LSJ

κατὰ τὸν αὑτοῦ δαίμονα βιοῦν → live under the direction of his own guiding spirit

Source
(2)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἁλίρρυτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που περιρρέεται, που περιβρέχεται από τη [[θάλασσα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἁλίρρυτον [[ἄλσος]]», φουσκωμένη [[θάλασσα]], [[ψηλά]] κύματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἁλι</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>ἅλς</i>) <span style="color: red;">+</span> [[ῥυτός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ῥέω</i>)].
|mltxt=[[ἁλίρρυτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που περιρρέεται, που περιβρέχεται από τη [[θάλασσα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἁλίρρυτον [[ἄλσος]]», φουσκωμένη [[θάλασσα]], [[ψηλά]] κύματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἁλι</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>ἅλς</i>) <span style="color: red;">+</span> [[ῥυτός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ῥέω</i>)].
}}
}}

Latest revision as of 23:00, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἁλίρρυτος, -ον (Α)
1. αυτός που περιρρέεται, που περιβρέχεται από τη θάλασσα
2. φρ. «ἁλίρρυτον ἄλσος», φουσκωμένη θάλασσα, ψηλά κύματα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἁλι- (< ἅλς) + ῥυτός (< ῥέω)].