ἁλίρρυτος

From LSJ

ἔστι γὰρ τὸ ἔλαττον κακὸν μᾶλλον αἱρετὸν τοῦ μείζονος → the lesser of two evils is more desirable than the greater

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁλίρρῠτος Medium diacritics: ἁλίρρυτος Low diacritics: αλίρρυτος Capitals: ΑΛΙΡΡΥΤΟΣ
Transliteration A: halírrytos Transliteration B: halirrytos Transliteration C: alirrytos Beta Code: a(li/rrutos

English (LSJ)

ἁλίρρυτον,
A washed by the sea, AP12.55 (Artemo).
II ἁ. ἄλσος surging sea's domain, A.Supp.868 (lyr.).

Spanish (DGE)

(ἁλίρρῠτος) -ον
• Prosodia: [ᾰ-]
bañado por el mar αὐχὴν Δήλου AP 12.55 (Artemo), δι' ἁλίρρυτον ἄλσος por el undoso soto (considerado el mar como τέμενος de Posidón), A.Supp.869.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui baigne de ses flots;
2 baigné par la mer.
Étymologie: ἅλς¹, ῥέω.

German (Pape)

meerumflossen, αὐχὴν Δήλου Artem. 1 (XII.55); aber ἄλσος bei Aesch. Suppl. 848 das Meer selbst.

Russian (Dvoretsky)

ἁλίρρῠτος:
1 обтекаемый морем (αὐχὴν Δήλου Anth.);
2 омывающий своими волнами: ἄλσος ἁλίρρυτον Aesch. морская пучина.

Greek (Liddell-Scott)

ἁλίρρῠτος: -ον, ὁ καταρρεόμενος ὑπὸ τῆς θαλάσσης, Ἀνθ. Π. 12.55. II. ἁλ. ἄλσος, αὐτὴ ἡ ἐγειρομένη θάλασσα, Αἰσχύλ. Ἱκ. 868 (λυρ.).

Greek Monolingual

ἁλίρρυτος, -ον (Α)
1. αυτός που περιρρέεται, που περιβρέχεται από τη θάλασσα
2. φρ. «ἁλίρρυτον ἄλσος», φουσκωμένη θάλασσα, ψηλά κύματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι- (< ἅλς) + ῥυτός (< ῥέω)].

Greek Monotonic

ἁλίρρῠτος: -ον (ἅλς, ῥέω), αυτός που βρέχεται από τη θάλασσα, σε Ανθ.

Middle Liddell

[ἅλς, ῥέω]
washed by the sea, Anth.