αλληλεπίδραση: Difference between revisions

From LSJ

ῥᾷον ὀμνύναι κἀπιορκεῖν ἢ ὁτιοῦν → they thought less of swearing and perjuring themselves than of anything else in the world

Source
(2)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η<br />αμοιβαία [[επίδραση]] [[ανάμεσα]] σε δύο ή περισσότερα έμψυχα ή άψυχα όντα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αλληλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[επίδραση]]. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>interaction</i><br />[[πρέπει]] να σημειωθεί ότι στην Κοινωνιολογία και την Ψυχολογία ο αγγλ. όρος <i>interaction</i> έχει αποδοθεί και ως <i>αλληλόδραση</i>].
|mltxt=η<br />αμοιβαία [[επίδραση]] [[ανάμεσα]] σε δύο ή περισσότερα έμψυχα ή άψυχα όντα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αλληλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[επίδραση]]. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. <i>interaction</i><br />[[πρέπει]] να σημειωθεί ότι στην Κοινωνιολογία και την Ψυχολογία ο αγγλ. όρος <i>interaction</i> έχει αποδοθεί και ως <i>αλληλόδραση</i>].
}}
}}

Latest revision as of 23:24, 29 December 2020

Greek Monolingual

η
αμοιβαία επίδραση ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα έμψυχα ή άψυχα όντα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλληλ(ο)- + επίδραση. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. interaction
πρέπει να σημειωθεί ότι στην Κοινωνιολογία και την Ψυχολογία ο αγγλ. όρος interaction έχει αποδοθεί και ως αλληλόδραση].