αμήτωρ: Difference between revisions
From LSJ
ἐπιπόλαια γὰρ λέγομεν τὰ παντὶ δῆλα → by superficial we mean those that are obvious to all
(3) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀμήτωρ]] (-ορος), ο, η (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει [[μητέρα]] ή του οποίου η [[μητέρα]] [[είναι]] άγνωστη<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[μήτηρ]] [[ἀμήτωρ]]», κακή ή άστοργη [[μητέρα]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=[[ἀμήτωρ]] (-ορος), ο, η (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει [[μητέρα]] ή του οποίου η [[μητέρα]] [[είναι]] άγνωστη<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[μήτηρ]] [[ἀμήτωρ]]», κακή ή άστοργη [[μητέρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερ. <span style="color: red;">+</span> -<i>μήτωρ</i> <span style="color: red;"><</span> [[μήτηρ]]. | ||
}} | }} |