αναβαθμός: Difference between revisions

From LSJ

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
(3)
 
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α ἀναβαθμὸς) [[ἀναβαίνω]]<br />[[σκάλα]], [[σκαλοπάτι]]<br /><b>μσν.</b><br />αντιφωνικό τροπάριο<br /><b>αρχ.</b><br />κινητή, φορητή [[σκάλα]].
|mltxt=ο (Α [[ἀναβαθμός]]) [[ἀναβαίνω]]<br />[[σκάλα]], [[σκαλοπάτι]]<br /><b>μσν.</b><br />αντιφωνικό τροπάριο<br /><b>αρχ.</b><br />κινητή, φορητή [[σκάλα]].
}}
}}

Latest revision as of 14:59, 11 May 2023

Greek Monolingual

ο (Α ἀναβαθμός) ἀναβαίνω
σκάλα, σκαλοπάτι
μσν.
αντιφωνικό τροπάριο
αρχ.
κινητή, φορητή σκάλα.