σκαλοπάτι

From LSJ

τούτων γάρ ὄνομα μόνον κοινόν, ὁ δέ κατά τοὔνομα λόγος τῆς οὐσίας ἕτεροςthough they have a common name, the definition corresponding with the name differs for each (Aristotle, Categoriae 1a3-4)

Source

Greek Monolingual

το, Ν
βαθμίδα κλίμακας, σκαλί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκάλα + πατώ (πρβλ. μονοπάτι)].