ανθρωπογενής: Difference between revisions

From LSJ

Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren

Menander, Monostichoi, 384
(4)
 
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Μ [[ἀνθρωπογενής]], -οῡς, -ές)<br />ο γεννημένος από ανθρώπους.
|mltxt=(Μ [[ἀνθρωπογενής]], -οῦς, -ές)<br />ο γεννημένος από ανθρώπους.
}}
}}

Latest revision as of 20:10, 13 June 2022

Greek Monolingual

ἀνθρωπογενής, -οῦς, -ές)
ο γεννημένος από ανθρώπους.