ἀπερίσσευτος: Difference between revisions
From LSJ
Πάντα οὖν ὅσα ἐὰν θέλητε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, οὕτως καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς· οὗτος γάρ ἐστιν ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται → Therefore as many things as you would like people to do for you, do also the same for them: that is the Torah, that is the prophets! (Matthew 7:12)
(5) |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=aperisseftos | |Transliteration C=aperisseftos | ||
|Beta Code=a)peri/sseutos | |Beta Code=a)peri/sseutos | ||
|Definition= | |Definition== [[ἀπέριττος]], Phint. ap. Stob.4.23.61a. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br />[[simple]], [[δεῖ]] λευχείμονα ἦμεν ... καὶ ἀπερίσσευτον Phint.p.37. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπερίσσευτος''': [[ἀπέριττος]] Φιντ. παρὰ Στοβ. 44. 53. | |lstext='''ἀπερίσσευτος''': [[ἀπέριττος]] Φιντ. παρὰ Στοβ. 44. 53. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀπερίσσευτος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν περισσεύει, δεν πλεονάζει<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[απέριττος]]. | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἀπερίσσευτος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν περισσεύει, δεν πλεονάζει<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[απέριττος]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:40, 1 October 2022
English (LSJ)
= ἀπέριττος, Phint. ap. Stob.4.23.61a.
Spanish (DGE)
-ον
simple, δεῖ λευχείμονα ἦμεν ... καὶ ἀπερίσσευτον Phint.p.37.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπερίσσευτος: ἀπέριττος Φιντ. παρὰ Στοβ. 44. 53.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀπερίσσευτος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που δεν περισσεύει, δεν πλεονάζει
αρχ.
ο απέριττος.