άρακος: Difference between revisions

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
(6)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἄρακος]], ο (Α)<br />[[είδος]] οσπρίου, [[αρακάς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολογίας. Η [[σύνδεση]] με το <b>λατ.</b> <i>arinca</i> «[[είδος]] σιταριού» δεν θεωρείται πιθανή. Ο τ. [[μάλλον]] ανήκει στη [[σειρά]] των μικρασιατικής προέλευσης λέξεων της Ελληνικής που αναφέρονται στα όσπρια].
|mltxt=[[ἄρακος]], ο (Α)<br />[[είδος]] οσπρίου, [[αρακάς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Άγνωστης ετυμολογίας. Η [[σύνδεση]] με το <b>λατ.</b> <i>arinca</i> «[[είδος]] σιταριού» δεν θεωρείται πιθανή. Ο τ. [[μάλλον]] ανήκει στη [[σειρά]] των μικρασιατικής προέλευσης λέξεων της Ελληνικής που αναφέρονται στα όσπρια].
}}
}}

Latest revision as of 22:05, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἄρακος, ο (Α)
είδος οσπρίου, αρακάς.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Άγνωστης ετυμολογίας. Η σύνδεση με το λατ. arinca «είδος σιταριού» δεν θεωρείται πιθανή. Ο τ. μάλλον ανήκει στη σειρά των μικρασιατικής προέλευσης λέξεων της Ελληνικής που αναφέρονται στα όσπρια].