ατμόπλοιο: Difference between revisions

From LSJ

Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commodeGut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst

Menander, Monostichoi, 78
(6)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το<br />[[πλοίο]] που κινείται με ατμό, [[βαπόρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ατμός]] <span style="color: red;">+</span> [[πλοίο]](<i>ν</i>). Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, (<b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>steamship</i>). Η λ. <i>ατμόπλοιον</i> μαρτυρείται από το 1851 στους <i>Ελληνικούς Κώδικες</i>].
|mltxt=το<br />[[πλοίο]] που κινείται με ατμό, [[βαπόρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ατμός]] <span style="color: red;">+</span> [[πλοίο]](<i>ν</i>). Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, (πρβλ. αγγλ. <i>steamship</i>). Η λ. <i>ατμόπλοιον</i> μαρτυρείται από το 1851 στους <i>Ελληνικούς Κώδικες</i>].
}}
}}

Latest revision as of 11:17, 23 December 2018

Greek Monolingual

το
πλοίο που κινείται με ατμό, βαπόρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ατμός + πλοίο(ν). Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, (πρβλ. αγγλ. steamship). Η λ. ατμόπλοιον μαρτυρείται από το 1851 στους Ελληνικούς Κώδικες].