Βακχείον: Difference between revisions

From LSJ

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135
(7)
 
m (Text replacement - "εῑα" to "εῖα")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=Βακχεῑον, το (Α)<br /><b>1.</b> ο [[ναός]] του Βάκχου<br /><b>2.</b> η βακχική [[μανία]]<br /><b>3.</b> <b>πληθ.</b> <i>Βακχεῑα</i> και <i>Βάκχια</i>, <i>τα</i><br />τα βακχικά όργια.
|mltxt=Βακχεῖον, το (Α)<br /><b>1.</b> ο [[ναός]] του Βάκχου<br /><b>2.</b> η βακχική [[μανία]]<br /><b>3.</b> <b>πληθ.</b> <i>Βακχεῖα</i> και <i>Βάκχια</i>, <i>τα</i><br />τα βακχικά όργια.
}}
}}

Latest revision as of 15:08, 27 September 2022

Greek Monolingual

Βακχεῖον, το (Α)
1. ο ναός του Βάκχου
2. η βακχική μανία
3. πληθ. Βακχεῖα και Βάκχια, τα
τα βακχικά όργια.