Βακχείον

From LSJ

εἰ πλείονα δ' εἰδείης Σισύφου → if you were more intelligent than Sisyphus

Source

Greek Monolingual

Βακχεῖον, το (Α)
1. ο ναός του Βάκχου
2. η βακχική μανία
3. πληθ. Βακχεῖα και Βάκχια, τα
τα βακχικά όργια.