ὑπερσιτίζω: Difference between revisions

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
(12)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ypersitizo
|Transliteration C=ypersitizo
|Beta Code=u(persiti/zw
|Beta Code=u(persiti/zw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">eat largely</b>, <span class="bibl">Philostr.<span class="title">Gym.</span>48</span> codd. (<b class="b3">-σιτήσ-</b> Cobet).</span>
|Definition=[[eat largely]], Philostr.''Gym.''48 codd. (-σιτήσ- Cobet).
}}
{{ls
|lstext='''ὑπερσῑτίζω''': ὑπερμέτρως [[τρώγω]], Φιλοστράτ. Γυμναστ. σ. 8, 12. Kays, ἀλλ’ ὁ Cobet διώρθωσεν ὑπερσιτήσαντες.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὑπερσιτίζω]] ΝΑ [[σιτίζω]]<br />[[υποβάλλω]] κάποιον σε υπερσιτισμό, τον [[τρέφω]] υπερβολικά<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>υπερσιτίζομαι</i><br />[[τρώω]] περισσότερο από ό,τι [[πρέπει]]<br /><b>αρχ.</b><br />(το ενεργ. ως αμτβ.) [[τρώω]] πολύ, παρατρώω.
}}
}}

Latest revision as of 12:03, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερσῑτίζω Medium diacritics: ὑπερσιτίζω Low diacritics: υπερσιτίζω Capitals: ΥΠΕΡΣΙΤΙΖΩ
Transliteration A: hypersitízō Transliteration B: hypersitizō Transliteration C: ypersitizo Beta Code: u(persiti/zw

English (LSJ)

eat largely, Philostr.Gym.48 codd. (-σιτήσ- Cobet).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερσῑτίζω: ὑπερμέτρως τρώγω, Φιλοστράτ. Γυμναστ. σ. 8, 12. Kays, ἀλλ’ ὁ Cobet διώρθωσεν ὑπερσιτήσαντες.

Greek Monolingual

ὑπερσιτίζω ΝΑ σιτίζω
υποβάλλω κάποιον σε υπερσιτισμό, τον τρέφω υπερβολικά
νεοελλ.
μέσ. υπερσιτίζομαι
τρώω περισσότερο από ό,τι πρέπει
αρχ.
(το ενεργ. ως αμτβ.) τρώω πολύ, παρατρώω.