δείλος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλωπεκίζω πρὸς ἑτέραν ἀλώπεκα → Greek meets Greek | with the fox, be a fox

Source
(8)
 
m (Text replacement - "δεῑ" to "δεῖ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=δεῑλος, ο και δεῑλος, το (Μ) [[δειλία]]<br />[[φόβος]], [[δισταγμός]].
|mltxt=δεῖλος, ο και δεῖλος, το (Μ) [[δειλία]]<br />[[φόβος]], [[δισταγμός]].
}}
}}

Latest revision as of 08:50, 27 May 2022

Greek Monolingual

δεῖλος, ο και δεῖλος, το (Μ) δειλία
φόβος, δισταγμός.