δενδρύλλιο: Difference between revisions

(8)
 
mNo edit summary
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το<br />[[δεντράκι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δένδρον]] <span style="color: red;">+</span> (υποκοριστική κατάλ.) -<i>ύλλιο</i>(<i>ν</i>) (<b>[[πρβλ]].</b> [[αλσύλλιο]], [[δασύλλιο]]). Η λ. μαρτυρείται από το 1835 στο <i>Λεξικό Νεοελληνικής Διαλέκτου</i> του Σκαρλάτου Βυζαντίου].
|mltxt=το<br />[[δεντράκι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δένδρον]] <span style="color: red;">+</span> (υποκοριστική κατάλ.) -<i>ύλλιο</i> ([[δενδρύλλιον]]) ([[πρβλ]]. [[αλσύλλιο]], [[δασύλλιο]]). Η λ. μαρτυρείται από το 1835 στο <i>Λεξικό Νεοελληνικής Διαλέκτου</i> του Σκαρλάτου Βυζαντίου].
}}
}}

Latest revision as of 12:28, 8 May 2023

Greek Monolingual

το
δεντράκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δένδρον + (υποκοριστική κατάλ.) -ύλλιο (δενδρύλλιον) (πρβλ. αλσύλλιο, δασύλλιο). Η λ. μαρτυρείται από το 1835 στο Λεξικό Νεοελληνικής Διαλέκτου του Σκαρλάτου Βυζαντίου].