δασύλλιο

From LSJ

τί νυ τόξον ἔχεις ἀνεμώλιον αὔτως → why bear your bow in vain, why bear thy bow in vain

Source

Greek Monolingual

το
μικρό δάσος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δάσος + (κατάλ.) -ύλλιο].