επεκδιηγούμαι: Difference between revisions

From LSJ

περὶ ταῦτα οὕτω σφι νενομοθέτηται → it has been so ordained by law

Source
(13)
 
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἐπεκδιηγοῡμαι, -έομαι (AM)<br />[[επεξηγώ]] στη [[συνέχεια]], [[δίνω]] [[περαιτέρω]] εξηγήσεις.
|mltxt=ἐπεκδιηγοῦμαι, -έομαι (AM)<br />[[επεξηγώ]] στη [[συνέχεια]], [[δίνω]] [[περαιτέρω]] εξηγήσεις.
}}
}}

Latest revision as of 16:25, 26 March 2021

Greek Monolingual

ἐπεκδιηγοῦμαι, -έομαι (AM)
επεξηγώ στη συνέχεια, δίνω περαιτέρω εξηγήσεις.