ερωτικοκάρδιος: Difference between revisions

(14)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)]" to "πρβλ. $2$4]")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἐρωτικοκάρδιος, -ον (Μ)<br />αυτός που έχει ερωτευμένη [[καρδιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ερωτικός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κάρδιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[καρδιά]])<br /><b>[[πρβλ]].</b> <i>σπαραξι</i>-<i>κάρδιος</i>].
|mltxt=ἐρωτικοκάρδιος, -ον (Μ)<br />αυτός που έχει ερωτευμένη [[καρδιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ερωτικός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κάρδιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[καρδιά]])<br />[[πρβλ]]. [[σπαραξικάρδιος]]].
}}
}}

Latest revision as of 06:40, 8 May 2023

Greek Monolingual

ἐρωτικοκάρδιος, -ον (Μ)
αυτός που έχει ερωτευμένη καρδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερωτικός + -κάρδιος (< καρδιά)
πρβλ. σπαραξικάρδιος].